- ὑπερασμενίζω
- ὑπερασμενίζω,A take exceedingly great pleasure,
ἐφ' ἡδοναῖς μικραῖς Plu.2.1094c
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐφ' ἡδοναῖς μικραῖς Plu.2.1094c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερασμενίζω — ΜΑ δέχομαι με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀσμενίζω «ευχαριστιέμαι»] … Dictionary of Greek
ὑπερασμενίζοντας — ὑπερασμενίζω take exceedingly great pleasure pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)